Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Ιδού έστηκα επί την θύρα και κρούω...


















… Τον είδα να έρχεται. Βάδιζε γοργά. Ήξερα ή μάλλον ένιωθα ότι ερχόταν σπίτι μου και απομακρύνθηκα βιαστικά από το παράθυρο για να μη με δει. Γιατί δεν ήμουν βέβαιη πως θα Του άνοιγα.
Οι επισκέψεις Του μου δημιουργούν μιαν εντύπωση αμφίβολη, αντιφατική. Γνωριζόμαστε από καιρό πολύ. Ήτανε εποχές που συνδεόμαστε στενά. Ύστερα οι σχέσεις ξεμάκρυναν. Από τη μία αισθανόμουν τιμή και ευτυχία που Τον είχα κοντά μου. Απ’ την άλλη αισθανόμουν συχνά ενοχλημένη. Μου έκανε ερωτήσεις προσωπικές, κάπως απότομες που τις ένιωθα σαν εγκαύματα. Προσπαθούσα να γυρίσω τη συζήτηση στην περιοχή των ιδεών και των θεωριών.
Όμως, πάντα την ξανάφερνε προς τα ιδιαίτερα πράγματα για τα οποία φοβόμουν να μιλήσω. Πολλές φορές ήρθε, κι αντί ν’ ανοίξω κρύφτηκα, όχι χωρίς ντροπή, όχι χωρίς τύψεις
Να που τώρα ήρθε στη θύρα μου. Όχι στην κύρια είσοδο του σπιτιού μου. Στέκεται αυτή τη στιγμή εμπρός σε μια μικρότερη πίσω θύρα μου.
Στην αρχή των στενών μας σχέσεων, όταν δεν ήθελα να έχω μυστικά από Αυτόν, τον είχα παρακαλέσει να έρχεται πάντα απ’ αυτή την πίσω θύρα, αφήνοντας τη μεγάλη θύρα για τους ξένους, για τις τυπικές επισκέψεις. Ύστερα, άρχισα να δοκιμάζω στενοχώρια, γιατί χρησιμοποιούσε αυτή την ιδιαίτερη θύρα. Μπαίνοντας από πίσω περνούσε κι έβλεπε οικογενειακά δωμάτια ασυγύριστα. Φαινόταν να νοιάζεται για την τραπεζαρία μου, το μαγειρείο μου, τον κοιτώνα μου. Η αταξία και η σκόνη δεν του ξέφευγαν. Έκανε μάλιστα και νύξεις, διακριτικές μαζί και ευθείες. Απάντησα με προφάσεις: «ω! είναι τόσο δύσκολο… δεν προλαβαίνω!». Μου λέει τότε: «Αν προσπαθούσαμε μαζί και οι δύο;». Αλλά φοβόμουν, φοβόμουν μήπως ανακάλυπτε πόσο μερικά πράγματα δεν ήταν όπως έπρεπε να είναι. Καθυστερούσα, προφασιζόμουν επείγουσες απασχολήσεις. Για να δώσω τέλος, κατάργησα την πίσω θύρα. Τον έβαλα από τότε από τη θύρα της πρόσοψης. Τον δέχτηκα στο σαλόνι. Οι επισκέψεις Του έγιναν ολοένα πιο ψυχρές, πιο τυπικές…
Ήρθε λοιπόν, στην πίσω θύρα. Είναι κλειστή. Από τότε που η θύρα Του καταργήθηκε μια άγρια βλάστηση άρχισε να την σκεπάζει. Ο κισσός μεγαλώνει ελεύθερα. Στο κατώφλι φυτρώνουν φυτά δηλητηριώδη. Η κλειδωνιά σκούριασε. Στάθηκε μπροστά στη θύρα Του και την κοιτάζει. Θα χτυπήσει; Θέλει λοιπόν να μπει απ’ αυτήν τη θύρα και να δείξει έτσι ότι επιθυμεί ν’ ανανεώσει τις αλλοτινές στενές μας σχέσεις;; Αλλά να που χτυπά!!! Θα Του ανοίξω;; Τίποτα δεν είναι έτοιμο για να Τον δεχτώ. Μια αταξία φοβερή απλώνεται παντού. Και που είναι το κλειδί αυτής της θύρας;; Χτυπά ακόμη… Τον παρατηρώ από μακριά. Χτυπά σιγά. Δεν δίνει γροθιές. Κρούει αργά τη θύρα με το μεγάλο δάχτυλο. Βλέπω πως το βλέμμα Του δεν πηγαίνει ίσια στην πόρτα. Χτυπώντας κοιτά στο πλάι και ψηλά κατά τον ουρανό. Η έκφρασή Του είναι σοβαρή, προσεκτική αλλά όχι ανυπόμονη. Μοιάζει να συγκεντρώνεται, όχι στην θύρα και στην απόκρισή μου αλλά στη χάρη που ο Πατέρας μπορεί να δώσει, στην απόφαση που ο Πατέρας μπορεί να εμπνεύσει. Χτυπά ολοένα. Τι να κάνω;; Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την παρουσία Του και δεν μπορώ να υποφέρω την παρουσία Του. Αν ανοίξω θα μου κάνει παρατηρήσεις. Θα προσπαθήσω να δικαιολογηθώ. Δεν μπορώ να ανοίξω παρά αν Του παραδοθώ χωρίς όρους. Τότε δεν θα υπάρχουν προβλήματα.. Εμπρός! Πηγαίνω προς την θύρα. Ανοίγω αυτή την θύρα, που τρίζει και την εμποδίζουν τα παράσιτα φυτά.
Χάνομαι: «Κύριε, έμπα. Κύριε, ξέρεις…»Θα έλεγα «ξέρεις πως μ’ όλα ταύτα Σ’ αγαπώ!». Δεν τολμώ όμως να συνεχίσω την φράση κι ένας λυγμός πνίγει τη φωνή μου. Λέει: «Ξέρω… θα δειπνήσω μαζί σου.». Φωνάζω: «Κύριε, δεν ετοίμασα δείπνο. Δεν έχω τίποτα απ’ ότι χρειάζεται». Απαντά: «Εγώ σε καλώ στο δείπνο μου, θέλω στο σπίτι σου να εορτάσω το δείπνο μου».