Άξιον εστί (απόσπασμα)
Γύρισα τα μάτια. * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι.
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
Γύρισα τα μάτια. * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι.
Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων.
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν.
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν.
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα.
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων.
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει.
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες.
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων.
Έλαχε να δώσει * και σ' εσάς ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη.
Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων.
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου.
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει.
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα.
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου.
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει.
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει.
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων.
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι.
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων.
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει.
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Οδ. Ελύτης
Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν.
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν.
Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα.
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων.
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει.
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες.
Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων.
Έλαχε να δώσει * και σ' εσάς ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη.
Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων.
Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου.
Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει.
Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα.
Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου.
Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει.
Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει.
Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων.
Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι.
Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων.
Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει.
Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Οδ. Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου